Το κύριο πολιτικό χαρακτηριστικό του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ είναι η μαζική απόρριψη από το γείτονα λαό των εκβιαστικών διλημμάτων και στόχων που είχαν θέσει η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, η ελληνική κυβέρνηση, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, η γερμανική ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Το ερώτημα, στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι περίπου 1,8 εκατομμύρια εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι, ήταν: «Είστε υπέρ της συμμετοχής στην ΕΕ και στο.... ΝΑΤΟ αποδεχόμενοι τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας;».
Το ερώτημα ήταν σαφές, βαθιά πολιτικό και μελετημένα ιεραρχημένο: Πρώτα η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, (η αστική στρατηγική στο τιμόνι), μετά η συμφωνία με την Ελλάδα.
Για το σκοπό αυτό, από το «πιο φτωχό κράτος της Ευρώπης», παρέλασαν τάζοντας ανέξοδες επιταγές μελλοντικής ευημερίας μαζί με μια υποβόσκουσα απειλή «τιμωρίας» σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το επιδιωκόμενο ΝΑΙ, από το γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ μέχρι και τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους τζούνιορ – που εγκατέλειψε για λίγο την τέχνη της ζωγραφικής για να απευθυνθεί στους Σκοπιανούς – και από τους επικεφαλείς κομισάριους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως το Γάλλο πρόεδρο.
Αλλά αυτός ο σκανδαλώδης εκβιασμός έφερε το ακριβώς αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.: Παγερή αδιαφορία, στο όριο της απαξίωσης.
Έτσι ενώ στις εκλογές του 2016 για την ανάδειξη, τότε, της σημερινής σύνθεσης του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης Ζάεφ, ψήφισαν 1.191.832 ψηφοφόροι από τους 1.784.416 εγγεγραμμένους, ποσοστό 66,79% δυο μόλις χρόνια μετά, στο πρόσφατο δημοψήφισμα, ψήφισαν συνολικά οι μισοί, 666.743 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί μόλις στο 36,91% των εγγεγραμμένων.
Τι σημασία έχει λοιπόν αν το 91,46% του 36,91%, δηλαδή μόλις το 35% του συνόλου ή μόλις 609.813 άτομα ψήφισαν «Ναι»;
Οι πολίτες δια της μαζικής αποχής – περισσότερο οι σλαβομακεδόνες αλλά και από κοντά οι αλβανόφωνοι- έστειλαν ένα πολύ ισχυρό μήνυμα: ότι δεν εκβιάζονται, ούτε απειλούνται.
Ο Ζάεφ έτρεχε μόνος του και τον τερμάτισαν δεύτερο.
Το αποτέλεσμα λοιπόν του δημοψηφίσματος συνιστά πολιτική ήττα των σχεδίων των κυβερνήσεων, των πολιτικών και στρατιωτικών συνασπισμών (ΕΕ, ΝΑΤΟ).
Περικλείει εντός του – και ταυτόχρονα αποκαλύπτει – τη δύναμη της συλλογικής λαϊκής αντίστασης, το πώς οι λαοί για πολλαπλή φορά δεν «μασάνε».
Το λαϊκό μήνυμα του δημοψηφίσματος είναι ένας κρίκος στην αλυσίδα αντίστοιχων λαϊκών πολιτικών μηνυμάτων και συμπεριφορών «ορφανών, όμως, από ηγέτη».
Το Γαλλικό δημοψήφισμα που προκήρυξε ο Σιράκ το Μάιο του 2005 για «ναι στο Ευρωσύνταγμα» αλλά και για να πάρει μια νίκη που θα του επέτρεπε να εμφανιστεί πανίσχυρος στις προεδρικές εκλογές του 2007 οδήγησε στην εξαφάνιση του. Μετά το ηχηρό όχι (55%) του γαλλικού λαού δεν κατέβηκε καν στις εκλογές του 2007. Λίγους μήνες μετά, το δημοψήφισμα που έκαναν για τον ίδιο λόγο στην Ολλανδία – την έγκριση ή όχι του ευρωσυντάγματος – κατέληξε σε ένα εκκωφαντικό λαϊκό «όχι» της τάξης του 62%.
Ακολούθησαν, οι Έλληνες με το δημοψήφισμα το 2015 που έβαλε «φωτιά» στην Ευρώπη μέσα στο κατακαλόκαιρο, το δημοψήφισμα – μπούμερανκ του Κάμερον για την παραμονή ή την αποχώρησή του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το δημοψήφισμα Ρέντσι στην Ιταλία για την έγκριση μίας σειράς από φιλοευρωενωσιακές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις.
Το αντιευρωπαϊκό ρεύμα κυριάρχησε, ο Κάμερον και ο Ρέντσι αποτελούν πια παρελθόν, στην Ελλάδα ο Τσίπρας έκανε πραξικόπημα και με τη στήριξη σύμπαντος του ξένου και ντόπιου κατεστημένου, το εμπόριο αριστεροσύνης και την κατάσταση της μαχόμενης Αριστεράς περισώθηκε..
Ανεξάρτητα λοιπόν αν οι εξελίξεις στα δημοψηφίσματα οφείλονται σε παρέμβαση εθνικιστών, πατριωτικών, μαχόμενων μεταρρυθμιστικών ή επαναστατικών λαϊκών και πολιτικών δυνάμεων – εξάλλου σε τέτοιου είδους φουσκοθαλασσιές βγαίνει στη επιφάνεια ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει στο βυθό και στην επιφάνεια – το αποτέλεσμα αποκαλύπτει τη λαϊκή δύναμη και αποφασιστικότητα.
Ο λαός αποφασίζει, όχι «εκείνοι»!
Κάτω από αυτή την εκτίμηση έχει αξία η πάλη για την κρίσιμη και καθοριστική σημασία ηγεμονικής παρουσίας της Αριστεράς.
Το ερώτημα όμως που αντικειμενικά αναδύεται είναι, πώς γίνεται σε αυτή την κοινωνική δυναμική, που εμφανίζει λίγοι πολύ μια σταθερότητα, οι γεμάτες αυτοθυσία προσπάθειες για μια σύγχρονη εργατική και επαναστατική Αριστερά να μένουν στατικές και καθηλωμένες; Τι δεν γίνεται καλά; Τι λείπει; Τι πρέπει να γίνει και δεν γίνεται;
Που το πάνε λοιπόν;
Εντός των συντηρητικών μεταμορφώσεων που συντελούνται από τα μέσα του περασμένου αιώνα στην – περιορισμένη και ταξικά προσδιορισμένη – αστική δημοκρατία, τα δημοψηφίσματα χρησιμοποιούνται άλλοτε ως ακορντεόν, άλλοτε ως φερμουάρ και άλλοτε ως άλλοθι προκειμένου να περάσουν προειλημμένες πολιτικές αποφάσεις των κυβερνώντων.
Τελευταία προσθέτουν, προκειμένου να τα αλλοιώσουν, ανυπόστατους και φαιδρούς επιθετικούς προσδιορισμούς περί του «συμβουλευτικού» και του μη «δεσμευτικού» χαρακτήρα τους.
Το εφεύρημα είναι ασύμβατο με αυτή καθ’ αυτή την έννοια «δημοψήφισμα», την ακυρώνει. Το δημοψήφισμα (referendum) είναι μία διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας ολόκληρου του εκλογικού σώματος προκειμένου να επικυρωθεί ή να απορριφθεί μια πρόταση που έχει ιδιαίτερη σημασία για σημαντικά ζητήματα ενός κράτους, όπως για την υιοθέτηση νέου Συντάγματος, την επικύρωση νέας Συνθήκης, κ.λπ.
Κομματάρχες – πολιτικάντηδες λοιπόν επικαλούνται τα δημοψηφίσματα όπως και όταν τους συμφέρει, τα ξορκίζουν όταν δεν εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς τους, τα περιφρονούν σκαιότατα όταν δεν τους βολεύει το αποτέλεσμα.
Με τη Βουλή ή με εκλογές θα επιχειρήσουν λοιπόν να ανατρέψουν πάση θυσία και πραξικοπηματικά – αν χρειαστεί και με προβοκάτσιες- το αποτέλεσμα.
Αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη στην ΠΓΔΜ, εκεί το πάνε.
Τη γραμμή την έδωσε το State Department: «Οι ΗΠΑ χαιρετίζουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Δημοκρατία της Μακεδονίας, κατά το οποίο οι πολίτες εξέφρασαν την υποστήριξή τους για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεχόμενοι τη συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Μακεδονίας και Ελλάδας. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν σθεναρά την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας, η οποία θα επιτρέψει στη Μακεδονία να πάρει τη σωστή της θέση στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, συμβάλλοντας στην περιφερειακή σταθερότητα, ασφάλεια και ευημερία».
Και συνεχίζει ξεδιάντροπα: «Καθώς το κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ αρχίζει τώρα τη συζήτηση για συνταγματικές αλλαγές, παροτρύνουμε τους ηγέτες να ξεπεράσουν την κομματική πολιτική και να εκμεταλλευτούν αυτή την ιστορική ευκαιρία για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα τους ως πλήρες μέλος των δυτικών θεσμών».
Στην ίδια γραμμή ο Stoltenberg (ΝΑΤΟ): «Ανοιχτή η πόρτα του ΝΑΤΟ αρκεί να ολοκληρωθούν οι εθνικές διαδικασίες».
«Συγχαίρω τους πολίτες οι οποίοι ψήφισαν στο συμβουλευτικό αυτό δημοψήφισμα ασκώντας τις δημοκρατικές τους ελευθερίες», ανέφερε ανερυθρίαστα μέσω Twitter ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τη Διεύρυνση της ΕΕ, ο Γιοχάνες Χαν. «Αναμένω από όλους τους πολιτικούς ηγέτες να σεβαστούν αυτή την απόφαση» και να «προχωρήσουν στην εφαρμογή της, επιδεικνύοντας υπευθυνότητα και ενότητα πέραν πολιτικών παρατάξεων προς το συμφέρον της χώρας».
Απροκάλυπτη κυβερνητική ευθυγράμμιση
Από κοντά και οι παρατρεχάμενοι: Οι Ζάεφ και Τσίπρας έσπευσαν αυθωρεί και παραχρήμα να ευθυγραμμιστούν: «Πάνω από 600.000 ψηφοφόροι τάχθηκαν υπέρ του «Ναι», στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα στα μέλη του κοινοβουλίου. Καλώ όλους τους υπεύθυνους ηγέτες να ενωθούν ώστε να οδηγήσουμε τη Μακεδονία σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει εναλλακτική. Ας μην παίζουμε παιχνίδια με τη Μακεδονία», έγραψε στο Twitter του ο πρωθυπουργός της FYROM.
Ο Αλ. Τσίπρας στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ζόραν Ζάεφ, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τον επαίνεσε «για την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα του να συνεχίσει στην εφαρμογή της συμφωνίας».
Πλήρης ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και ΕΕ, σκαιότατη περιφρόνηση στοιχειωδών αστικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Από την άλλη μεριά ο πρόεδρος της Σερβίας, λίγες μόνο ώρες πριν συναντήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν, σχολιάζοντας στα σερβικά ΜΜΕ τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και τη χαμηλή προσέλευση των πολιτών, δήλωσε ότι «η ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα πρέπει να δείξουν περισσότερο σεβασμό για τα μικρά έθνη και να καταλάβουν τι συμβαίνει».
Την Τρίτη 3 Οκτώβρη, δυο μέρες μετά το δημοψήφισμα, το σημαντικό θέμα που κυριάρχησε στις συνομιλίες των προέδρων της Ρωσίας και της Σερβίας Β. Πούτιν και Αλεξάνταρ Βούτσιτς που πραγματοποιήθηκαν στην Μόσχα ήταν η κατάσταση στα Βαλκάνια.
Όπως δήλωσε ο Σέρβος πρόεδρος «συζήτησαν λεπτομερώς και για την κατάσταση στην Βοσνία και την Ερζεγοβίνη και την ΠΓΔΜ».
Η Ρωσία ως γνωστό αντιτίθεται στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
«Η προσέλευση σε ποσοστό 36,8% των ψηφοφόρων σημαίνει ότι το δημοψήφισμα δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο. Πρόκειται για καθαρή ένδειξη του ότι οι Μακεδόνες ψηφοφόροι επέλεξαν να μποϊκοτάρουν τις λύσεις που επιβάλλονται στα Σκόπια και την Αθήνα έξωθεν – με πολιτικούς ηγέτες του ΝΑΤΟ και κρατών – μελών της EE να συμμετέχουν αυτοπροσώπως σε αυτήν την μεγάλης κλίμακας καμπάνια προπαγάνδας, παρεμβαίνοντας ανεμπόδιστα στις εσωτερικές υποθέσεις αυτού του βαλκανικού κράτους», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών.
«Μια μακροπρόθεσμή λύση μπορεί να συμφωνηθεί μόνο από τα δύο μέρη μόνα τους χωρίς εξωτερική παρέμβαση» τονίζει η ανακοίνωση .
«Ως μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ η Ρωσία, σημειώνεται τέλος στην ανακοίνωση, το ρώσικο ΥΠΕΞ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ψηφίσματος 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας τα αποτελέσματα των συνομιλιών μεταξύ Σκοπίων και Αθηνών θα κριθούν από το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας».
Ποιος από αυτούς νοιάζεται λοιπόν για τις μειονότητες και τα δικαιώματα τους, ή για το όνομα (όπως δείχνει η πρόσφατη διπλωματική Ιστορία); Αυτά στα χέρια τους αποτελούν πολιτικά εργαλεία προκειμένου να εξυπηρετήσουν γεωπολιτικές στρατηγικές.
Η διαπάλη γίνεται για γεωστρατηγικούς λόγους.
Η συμφωνία προωθείται πρωτίστως για την περικύκλωση της Ρωσίας από τις ΗΠΑ αλλά και την αποδυνάμωσης της Σερβίας, την παρεμπόδιση (μέσω ελεγχόμενων ρευστών κρατών) του σύγχρονου κινέζικου εμπορικού δρόμου του μεταξιού από το Πεκίνο στην Ευρώπη .
Σε αυτή τη διαμάχη η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας ευθυγραμμίζεται απροκάλυπτα και πέραν των εθισμένων με τις ΗΠΑ με μοναδικό «όφελος» τους πολλαπλούς κινδύνους που εγκυμονεί αυτή η πολιτική για τη χώρα και τους λαούς της περιοχής.
Οι δυο χώρες θα μπορούσαν να βρουν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για τις διαφορές τους.
Να διασφαλίσουν τα ισχύοντα σύνορα, να ακυρώνουν τους αλυτρωτισμούς, να απωθούν και να απορρίπτουν τον εθνικισμό, να σέβονται αμοιβαία την Ιστορία, να εξασφαλίζουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων τους.
Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρχει ανάλογη πολιτική ηγεσία και υπολογίσιμο, καταρχάς, εργατικό κίνημα, ικανό να παρεμβαίνει ανάλογα, να αποδυναμώνει το διεθνές ιμπεριαλιστικό πλέγμα, να απομακρύνει τις χώρες και τους λαούς από τον πολιτικό εναγκαλισμό του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που δηλητηριάζει τις διεθνείς σχέσεις.
Ανεξάρτητα, ισότιμα και κυρίαρχα συνεργαζόμενα δημοκρατικά Βαλκανικά κράτη για την κοινή ευημερία των λαών, με εγγυημένα σύνορα, μακριά από επεκτατισμούς, αλυτρωτισμούς και πολέμους, θα μπορούσε να αποτελέσει σε πρώτο επίπεδο τη βάση, τον κοινό στόχο δράσης των μαχόμενων Αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων της περιοχής.
Μια τέτοια δράση θα αποτελούσε και έμπρακτη προσφορά στην προώθηση της συγκρότησης και του κόμματος και του μετώπου και του κινήματος.
Αλλά αυτό προϋποθέτει την κατανόηση του πολιτικού αδιεξόδου της πολιτικής του «εθνικού αντιιμπεριαλισμού» που χαρακτήριζε την Αριστερά και ταυτόχρονα την επίγνωση της ταξικής ανεπάρκειας της «αριστερής» πολιτικής που αρνείται την αντιιμπεριαλιστική πάλη στο όνομα του «αγνού» αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Απαιτεί επίσης βαθύτερες προγραμματικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα.
Κυρίως όμως απαιτεί συλλογική βούληση ως παράγωγο της γνώσης των πρωτόφαντων δυσκολιών και των ιδιαίτερων κινδύνων αυτής της ξεχωριστής εποχής που ζούμε.
kommon.gr
Το ερώτημα, στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι περίπου 1,8 εκατομμύρια εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι, ήταν: «Είστε υπέρ της συμμετοχής στην ΕΕ και στο.... ΝΑΤΟ αποδεχόμενοι τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας;».
Το ερώτημα ήταν σαφές, βαθιά πολιτικό και μελετημένα ιεραρχημένο: Πρώτα η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, (η αστική στρατηγική στο τιμόνι), μετά η συμφωνία με την Ελλάδα.
Για το σκοπό αυτό, από το «πιο φτωχό κράτος της Ευρώπης», παρέλασαν τάζοντας ανέξοδες επιταγές μελλοντικής ευημερίας μαζί με μια υποβόσκουσα απειλή «τιμωρίας» σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το επιδιωκόμενο ΝΑΙ, από το γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ μέχρι και τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους τζούνιορ – που εγκατέλειψε για λίγο την τέχνη της ζωγραφικής για να απευθυνθεί στους Σκοπιανούς – και από τους επικεφαλείς κομισάριους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως το Γάλλο πρόεδρο.
Αλλά αυτός ο σκανδαλώδης εκβιασμός έφερε το ακριβώς αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.: Παγερή αδιαφορία, στο όριο της απαξίωσης.
Έτσι ενώ στις εκλογές του 2016 για την ανάδειξη, τότε, της σημερινής σύνθεσης του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης Ζάεφ, ψήφισαν 1.191.832 ψηφοφόροι από τους 1.784.416 εγγεγραμμένους, ποσοστό 66,79% δυο μόλις χρόνια μετά, στο πρόσφατο δημοψήφισμα, ψήφισαν συνολικά οι μισοί, 666.743 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί μόλις στο 36,91% των εγγεγραμμένων.
Τι σημασία έχει λοιπόν αν το 91,46% του 36,91%, δηλαδή μόλις το 35% του συνόλου ή μόλις 609.813 άτομα ψήφισαν «Ναι»;
Οι πολίτες δια της μαζικής αποχής – περισσότερο οι σλαβομακεδόνες αλλά και από κοντά οι αλβανόφωνοι- έστειλαν ένα πολύ ισχυρό μήνυμα: ότι δεν εκβιάζονται, ούτε απειλούνται.
Ο Ζάεφ έτρεχε μόνος του και τον τερμάτισαν δεύτερο.
Το αποτέλεσμα λοιπόν του δημοψηφίσματος συνιστά πολιτική ήττα των σχεδίων των κυβερνήσεων, των πολιτικών και στρατιωτικών συνασπισμών (ΕΕ, ΝΑΤΟ).
Περικλείει εντός του – και ταυτόχρονα αποκαλύπτει – τη δύναμη της συλλογικής λαϊκής αντίστασης, το πώς οι λαοί για πολλαπλή φορά δεν «μασάνε».
Το λαϊκό μήνυμα του δημοψηφίσματος είναι ένας κρίκος στην αλυσίδα αντίστοιχων λαϊκών πολιτικών μηνυμάτων και συμπεριφορών «ορφανών, όμως, από ηγέτη».
Το Γαλλικό δημοψήφισμα που προκήρυξε ο Σιράκ το Μάιο του 2005 για «ναι στο Ευρωσύνταγμα» αλλά και για να πάρει μια νίκη που θα του επέτρεπε να εμφανιστεί πανίσχυρος στις προεδρικές εκλογές του 2007 οδήγησε στην εξαφάνιση του. Μετά το ηχηρό όχι (55%) του γαλλικού λαού δεν κατέβηκε καν στις εκλογές του 2007. Λίγους μήνες μετά, το δημοψήφισμα που έκαναν για τον ίδιο λόγο στην Ολλανδία – την έγκριση ή όχι του ευρωσυντάγματος – κατέληξε σε ένα εκκωφαντικό λαϊκό «όχι» της τάξης του 62%.
Ακολούθησαν, οι Έλληνες με το δημοψήφισμα το 2015 που έβαλε «φωτιά» στην Ευρώπη μέσα στο κατακαλόκαιρο, το δημοψήφισμα – μπούμερανκ του Κάμερον για την παραμονή ή την αποχώρησή του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το δημοψήφισμα Ρέντσι στην Ιταλία για την έγκριση μίας σειράς από φιλοευρωενωσιακές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις.
Το αντιευρωπαϊκό ρεύμα κυριάρχησε, ο Κάμερον και ο Ρέντσι αποτελούν πια παρελθόν, στην Ελλάδα ο Τσίπρας έκανε πραξικόπημα και με τη στήριξη σύμπαντος του ξένου και ντόπιου κατεστημένου, το εμπόριο αριστεροσύνης και την κατάσταση της μαχόμενης Αριστεράς περισώθηκε..
Ανεξάρτητα λοιπόν αν οι εξελίξεις στα δημοψηφίσματα οφείλονται σε παρέμβαση εθνικιστών, πατριωτικών, μαχόμενων μεταρρυθμιστικών ή επαναστατικών λαϊκών και πολιτικών δυνάμεων – εξάλλου σε τέτοιου είδους φουσκοθαλασσιές βγαίνει στη επιφάνεια ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει στο βυθό και στην επιφάνεια – το αποτέλεσμα αποκαλύπτει τη λαϊκή δύναμη και αποφασιστικότητα.
Ο λαός αποφασίζει, όχι «εκείνοι»!
Κάτω από αυτή την εκτίμηση έχει αξία η πάλη για την κρίσιμη και καθοριστική σημασία ηγεμονικής παρουσίας της Αριστεράς.
Το ερώτημα όμως που αντικειμενικά αναδύεται είναι, πώς γίνεται σε αυτή την κοινωνική δυναμική, που εμφανίζει λίγοι πολύ μια σταθερότητα, οι γεμάτες αυτοθυσία προσπάθειες για μια σύγχρονη εργατική και επαναστατική Αριστερά να μένουν στατικές και καθηλωμένες; Τι δεν γίνεται καλά; Τι λείπει; Τι πρέπει να γίνει και δεν γίνεται;
Που το πάνε λοιπόν;
Εντός των συντηρητικών μεταμορφώσεων που συντελούνται από τα μέσα του περασμένου αιώνα στην – περιορισμένη και ταξικά προσδιορισμένη – αστική δημοκρατία, τα δημοψηφίσματα χρησιμοποιούνται άλλοτε ως ακορντεόν, άλλοτε ως φερμουάρ και άλλοτε ως άλλοθι προκειμένου να περάσουν προειλημμένες πολιτικές αποφάσεις των κυβερνώντων.
Τελευταία προσθέτουν, προκειμένου να τα αλλοιώσουν, ανυπόστατους και φαιδρούς επιθετικούς προσδιορισμούς περί του «συμβουλευτικού» και του μη «δεσμευτικού» χαρακτήρα τους.
Το εφεύρημα είναι ασύμβατο με αυτή καθ’ αυτή την έννοια «δημοψήφισμα», την ακυρώνει. Το δημοψήφισμα (referendum) είναι μία διαδικασία άμεσης ψηφοφορίας ολόκληρου του εκλογικού σώματος προκειμένου να επικυρωθεί ή να απορριφθεί μια πρόταση που έχει ιδιαίτερη σημασία για σημαντικά ζητήματα ενός κράτους, όπως για την υιοθέτηση νέου Συντάγματος, την επικύρωση νέας Συνθήκης, κ.λπ.
Κομματάρχες – πολιτικάντηδες λοιπόν επικαλούνται τα δημοψηφίσματα όπως και όταν τους συμφέρει, τα ξορκίζουν όταν δεν εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς τους, τα περιφρονούν σκαιότατα όταν δεν τους βολεύει το αποτέλεσμα.
Με τη Βουλή ή με εκλογές θα επιχειρήσουν λοιπόν να ανατρέψουν πάση θυσία και πραξικοπηματικά – αν χρειαστεί και με προβοκάτσιες- το αποτέλεσμα.
Αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη στην ΠΓΔΜ, εκεί το πάνε.
Τη γραμμή την έδωσε το State Department: «Οι ΗΠΑ χαιρετίζουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Δημοκρατία της Μακεδονίας, κατά το οποίο οι πολίτες εξέφρασαν την υποστήριξή τους για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεχόμενοι τη συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Μακεδονίας και Ελλάδας. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν σθεναρά την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας, η οποία θα επιτρέψει στη Μακεδονία να πάρει τη σωστή της θέση στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, συμβάλλοντας στην περιφερειακή σταθερότητα, ασφάλεια και ευημερία».
Και συνεχίζει ξεδιάντροπα: «Καθώς το κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ αρχίζει τώρα τη συζήτηση για συνταγματικές αλλαγές, παροτρύνουμε τους ηγέτες να ξεπεράσουν την κομματική πολιτική και να εκμεταλλευτούν αυτή την ιστορική ευκαιρία για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα τους ως πλήρες μέλος των δυτικών θεσμών».
Στην ίδια γραμμή ο Stoltenberg (ΝΑΤΟ): «Ανοιχτή η πόρτα του ΝΑΤΟ αρκεί να ολοκληρωθούν οι εθνικές διαδικασίες».
«Συγχαίρω τους πολίτες οι οποίοι ψήφισαν στο συμβουλευτικό αυτό δημοψήφισμα ασκώντας τις δημοκρατικές τους ελευθερίες», ανέφερε ανερυθρίαστα μέσω Twitter ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τη Διεύρυνση της ΕΕ, ο Γιοχάνες Χαν. «Αναμένω από όλους τους πολιτικούς ηγέτες να σεβαστούν αυτή την απόφαση» και να «προχωρήσουν στην εφαρμογή της, επιδεικνύοντας υπευθυνότητα και ενότητα πέραν πολιτικών παρατάξεων προς το συμφέρον της χώρας».
Απροκάλυπτη κυβερνητική ευθυγράμμιση
Από κοντά και οι παρατρεχάμενοι: Οι Ζάεφ και Τσίπρας έσπευσαν αυθωρεί και παραχρήμα να ευθυγραμμιστούν: «Πάνω από 600.000 ψηφοφόροι τάχθηκαν υπέρ του «Ναι», στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα στα μέλη του κοινοβουλίου. Καλώ όλους τους υπεύθυνους ηγέτες να ενωθούν ώστε να οδηγήσουμε τη Μακεδονία σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει εναλλακτική. Ας μην παίζουμε παιχνίδια με τη Μακεδονία», έγραψε στο Twitter του ο πρωθυπουργός της FYROM.
Ο Αλ. Τσίπρας στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ζόραν Ζάεφ, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τον επαίνεσε «για την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα του να συνεχίσει στην εφαρμογή της συμφωνίας».
Πλήρης ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και ΕΕ, σκαιότατη περιφρόνηση στοιχειωδών αστικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Από την άλλη μεριά ο πρόεδρος της Σερβίας, λίγες μόνο ώρες πριν συναντήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν, σχολιάζοντας στα σερβικά ΜΜΕ τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και τη χαμηλή προσέλευση των πολιτών, δήλωσε ότι «η ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα πρέπει να δείξουν περισσότερο σεβασμό για τα μικρά έθνη και να καταλάβουν τι συμβαίνει».
Την Τρίτη 3 Οκτώβρη, δυο μέρες μετά το δημοψήφισμα, το σημαντικό θέμα που κυριάρχησε στις συνομιλίες των προέδρων της Ρωσίας και της Σερβίας Β. Πούτιν και Αλεξάνταρ Βούτσιτς που πραγματοποιήθηκαν στην Μόσχα ήταν η κατάσταση στα Βαλκάνια.
Όπως δήλωσε ο Σέρβος πρόεδρος «συζήτησαν λεπτομερώς και για την κατάσταση στην Βοσνία και την Ερζεγοβίνη και την ΠΓΔΜ».
Η Ρωσία ως γνωστό αντιτίθεται στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
«Η προσέλευση σε ποσοστό 36,8% των ψηφοφόρων σημαίνει ότι το δημοψήφισμα δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο. Πρόκειται για καθαρή ένδειξη του ότι οι Μακεδόνες ψηφοφόροι επέλεξαν να μποϊκοτάρουν τις λύσεις που επιβάλλονται στα Σκόπια και την Αθήνα έξωθεν – με πολιτικούς ηγέτες του ΝΑΤΟ και κρατών – μελών της EE να συμμετέχουν αυτοπροσώπως σε αυτήν την μεγάλης κλίμακας καμπάνια προπαγάνδας, παρεμβαίνοντας ανεμπόδιστα στις εσωτερικές υποθέσεις αυτού του βαλκανικού κράτους», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών.
«Μια μακροπρόθεσμή λύση μπορεί να συμφωνηθεί μόνο από τα δύο μέρη μόνα τους χωρίς εξωτερική παρέμβαση» τονίζει η ανακοίνωση .
«Ως μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ η Ρωσία, σημειώνεται τέλος στην ανακοίνωση, το ρώσικο ΥΠΕΞ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ψηφίσματος 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας τα αποτελέσματα των συνομιλιών μεταξύ Σκοπίων και Αθηνών θα κριθούν από το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας».
Ποιος από αυτούς νοιάζεται λοιπόν για τις μειονότητες και τα δικαιώματα τους, ή για το όνομα (όπως δείχνει η πρόσφατη διπλωματική Ιστορία); Αυτά στα χέρια τους αποτελούν πολιτικά εργαλεία προκειμένου να εξυπηρετήσουν γεωπολιτικές στρατηγικές.
Η διαπάλη γίνεται για γεωστρατηγικούς λόγους.
Η συμφωνία προωθείται πρωτίστως για την περικύκλωση της Ρωσίας από τις ΗΠΑ αλλά και την αποδυνάμωσης της Σερβίας, την παρεμπόδιση (μέσω ελεγχόμενων ρευστών κρατών) του σύγχρονου κινέζικου εμπορικού δρόμου του μεταξιού από το Πεκίνο στην Ευρώπη .
Σε αυτή τη διαμάχη η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας ευθυγραμμίζεται απροκάλυπτα και πέραν των εθισμένων με τις ΗΠΑ με μοναδικό «όφελος» τους πολλαπλούς κινδύνους που εγκυμονεί αυτή η πολιτική για τη χώρα και τους λαούς της περιοχής.
Οι δυο χώρες θα μπορούσαν να βρουν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για τις διαφορές τους.
Να διασφαλίσουν τα ισχύοντα σύνορα, να ακυρώνουν τους αλυτρωτισμούς, να απωθούν και να απορρίπτουν τον εθνικισμό, να σέβονται αμοιβαία την Ιστορία, να εξασφαλίζουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων τους.
Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρχει ανάλογη πολιτική ηγεσία και υπολογίσιμο, καταρχάς, εργατικό κίνημα, ικανό να παρεμβαίνει ανάλογα, να αποδυναμώνει το διεθνές ιμπεριαλιστικό πλέγμα, να απομακρύνει τις χώρες και τους λαούς από τον πολιτικό εναγκαλισμό του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που δηλητηριάζει τις διεθνείς σχέσεις.
Ανεξάρτητα, ισότιμα και κυρίαρχα συνεργαζόμενα δημοκρατικά Βαλκανικά κράτη για την κοινή ευημερία των λαών, με εγγυημένα σύνορα, μακριά από επεκτατισμούς, αλυτρωτισμούς και πολέμους, θα μπορούσε να αποτελέσει σε πρώτο επίπεδο τη βάση, τον κοινό στόχο δράσης των μαχόμενων Αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων της περιοχής.
Μια τέτοια δράση θα αποτελούσε και έμπρακτη προσφορά στην προώθηση της συγκρότησης και του κόμματος και του μετώπου και του κινήματος.
Αλλά αυτό προϋποθέτει την κατανόηση του πολιτικού αδιεξόδου της πολιτικής του «εθνικού αντιιμπεριαλισμού» που χαρακτήριζε την Αριστερά και ταυτόχρονα την επίγνωση της ταξικής ανεπάρκειας της «αριστερής» πολιτικής που αρνείται την αντιιμπεριαλιστική πάλη στο όνομα του «αγνού» αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Απαιτεί επίσης βαθύτερες προγραμματικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα.
Κυρίως όμως απαιτεί συλλογική βούληση ως παράγωγο της γνώσης των πρωτόφαντων δυσκολιών και των ιδιαίτερων κινδύνων αυτής της ξεχωριστής εποχής που ζούμε.
kommon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία είναι υβριστικά ή περιέχουν χαρακτηρισμούς δε θα δημοσιεύονται.